- ζωογένεια
- η [ζωογενής](εσφ. τ. αντί ζωογονία) η γένεση, η καταγωγή από ζώο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωογενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογένεια («ζωογενικές έρευνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoogenic < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]) + genic (πρβλ. γενικός)] … Dictionary of Greek